συστασιώτης

συστασιώτης
ο, ΝΑ [στασιώτης]
νεοελλ.
αυτός που μετέχει σε στάση
αρχ.
μέλος τής ίδιας πολιτικής μερίδας («οἱ Ἀλκμεωνίδαι καὶ οἱ συστασιῶται αὐτέων», Ηρόδ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • συστασιώτης — member of the same faction masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συστασιώτης — ο αυτός που παίρνει μέρος σε συνωμοσία μαζί με άλλους: Πρόδωσε την τελευταία στιγμή τους συστασιώτες του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συστασιωτῶν — συστασιώτης member of the same faction masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συστασιῶται — συστασιώτης member of the same faction masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συστασιώτας — συστασιώτᾱς , συστασιώτης member of the same faction masc acc pl συστασιώτᾱς , συστασιώτης member of the same faction masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συστασιώται — συστασιώτᾱͅ , συστασιώτης member of the same faction masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”